θρονούμαι

θρονούμαι
θρονοῡμαι, -όομαι (Α) [θρόνος]
εγκαθίοταμαι στον θρόνο, ενθρονίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • θρόνωσις — θρόνωσις, ἡ (Α) [θρονούμαι] ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”